χούϊ

χούϊ
τό
1) привычка (тж. дурная); навык (в работе); 2) подход;

κάθε δουλειά έχει το χούϊ της — к каждому делу нужен свой подход;

§ πρώτα βγαίνει η ψυχή κ' υστέρα το χούϊ — погов, привычка — вторая натура


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χούϊ" в других словарях:

  • χούι — το, τ. πληθ. χούγια, τα, Ν άκλ. 1. έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα που χαρακτηρίζει ένα άτομο, συνήθεια, φυσική ροπή, τάση («κάθε άνθρωπος έχει τα χούγια του») 2. συνεκδ. ελάττωμα («το χούι του είναι να φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις») 3. ο ιδιαίτερος… …   Dictionary of Greek

  • χούι — το (λ. τουρκ.), πληθ. χούγια 1. χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, το φυσικό του: Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι. 2. ιδιοτροπία. 3. ο ιδιαίτερος τρόπος χειρισμού μιας υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σουν Γιατ-σεν — Κινέζος πολιτικός (Σιανγκ σαν, σήμερα Τσουνγκ σαν, 1866 Σαγγάη 1925), που ονομάζεται «πατέρας της πατρίδας». Αφού ανατράφηκε σύμφωνα με τα διδάγματα του διαμαρτυρόμενου χριστιανισμού, τελείωσε τις σπουδές του στο Χονγκ Κονγκ, όπου πήρέ το δίπλωμα …   Dictionary of Greek

  • άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Σου Χαν-τσεν — Κινέζος ζωγράφος του 12ου αι., μαθητής του Λιου Τσουνγκ κου. Ήταν προστατευόμενος του αυτοκράτορα Χούι τσουνγκ (1101 1125), που του έδωσε υψηλά αξιώματα. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανθρώπινη μορφή. Είναι ακόμα γνωστός για μερικές… …   Dictionary of Greek

  • Χμερ — Λαός της Ινδοκίνας, που αποτελεί την εθνική πλειονότητα της Καμπότζης και μειονότητες της Ταϋλάνδης και της Νότιας Κορέας. Οι X. προέρχονται από τη συγχώνευση αρχαίων ινδοκινεζικών εθνικών ομάδων (Μόι, Παλαιοϊνδοχλωραμφαινικόληνήσιοι, Χούι κ.ά.)… …   Dictionary of Greek

  • φυσικό — το ψυχική ιδιότητα ατόμου, ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας, εσωτερικό γνώρισμα, ποιόν, ιδίως ιδιοτροπία, χούι, ελάττωμα: Δεν ξέρω τα φυσικά του. – Άσχημα φυσικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»